- συνομνύω
- ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α(στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) συνωμοτώ («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», Ηρόδ.)αρχ.1. ορκίζομαι μαζί με άλλον2. υπόσχομαι κάτι παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρί», Αισχύλ.)3. συνέρχομαι σε σύνδεσμο ή συμμαχία4. συνομολογώ συμμαχία («ὅσοι μετασχόντες τῶν τότε κινδύνων, ὑμῑν τε ξυνώμοσαν», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὄμνυμι/ ὀμνύω «ορκίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.